πεπραγμένου

πεπραγμένου
πεπρᾱγμένου , πράσσω
pass through
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταμέλεια — η (ΑM μεταμέλεια, Α ιων. τ. μεταμελίη) 1. αλλαγή γνώμης, σκοπού ή απόφασης 2. μετάνοια για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («μεταμέλεια τε εὐθὺς τοῡ πεπραγμένου γίγνηται», Πλάτ.) αρχ. φρ. «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”